- ἀντευποιία
- ἀντευποιίᾱ , ἀντευποιίαrequital of benefitsfem nom/voc/acc dualἀντευποιίᾱ , ἀντευποιίαrequital of benefitsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντευποιία — ἀντευποιία, η (Α) η ανταπόδοση ευεργεσίας … Dictionary of Greek
ἀντευποιίας — ἀντευποιίᾱς , ἀντευποιία requital of benefits fem acc pl ἀντευποιίᾱς , ἀντευποιία requital of benefits fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντευποιίαν — ἀντευποιίᾱν , ἀντευποιία requital of benefits fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)